Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λυντσάρω — βλ. λιντσάρω … Dictionary of Greek
λιντσάρω — και λυντσάρω θανατώνω με λιντσάρισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Lynch, όν. Αμερικανού δικαστή ο οποίος πρώτος εφάρμοσε τη μέθοδο αυτή] … Dictionary of Greek